ὁλμειός

ὁλμειός
ὁλμειός
mortar
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ολμειός — ο (Α ὁλμειός) νεοελλ. πλάκα μέσα στην οποία εισέρχεται και στερεώνεται το κάτω άκρο τής ατράκτου βαρούλκου πλοίου αρχ. στρογγυλός λίθος με τον οποίο έκοβαν τα όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλμος + επίθημα ειός (πρβλ. αμν ειός, στελ ειός)] …   Dictionary of Greek

  • OLMEJUS — inter fluvios Musis dicatos, memoratur Statio Theb. l. 7. v. 284. tuque ô Permesse canoris, Et, felix Olmie, vadis Uti vugo habetur, sed Olmeie, legi vult Barthius, ex Strabone l. 9. Καὶ ὁ Περμηςςός τε καὶ ὁ Ὀλμειὸς ἐκ τοῦ Ἑλικῶνος συμβάλλοντες… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”